Φούλντα

Φούλντα
(Fulda). Πόλη (162.600 κάτ. το 2003) της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Είναι χτισμένη στις όχθες του ομώνυμου ποταμού στο ομόσπονδο κρατίδιο Έσεν. Η Φ. είναι σπουδαίο αγροτικό κέντρο και ονομαστή για το ιστορικό και καλλιτεχνικό παρελθόν της. Eκεί βρίσκεται το μοναστήρι του Aγίου Στρουμίου του 744, το οποίο έχει να επιδείξει λαμπρό παρελθόν. Οι ηγούμενοί του είχαν τον τίτλο του πρίγκιπα και προνόμια μεγαλύτερα από τους άλλους ηγούμενους της Γερμανίας. Η παρακμή του άρχισε το 1525. Στην πόλη υπήρχε και μια ιερατική σχολή (9ος αι.), που λειτούργησε ως κέντρο διάδοσης του χριστιανισμού και των καλών τεχνών. Σώζεται επίσης το ανάκτορο των ηγουμένων-πριγκίπων, μια εκκλησία του 9ου αι., στο όνομα του Αρχάγγελου Μιχαήλ και ο καθεδρικός μπαρόκ ναός με τον τάφο του Aγίου Βονιφατίου, αποστόλου των Γερμανών. Ναός του 9ου αι. στη Φούλντα της Γερμανίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Βέζερ — (Weser). Ποταμός (790 χλμ.) της κεντρικής Ευρώπης, του οποίου η λεκάνη απορροής (46.000 τ. χλμ.) περιλαμβάνεται κατά μεγάλο μέρος στη Γερμανία. Εκβάλλει στη Βόρεια θάλασσα, δημιουργώντας ποταμόκολπο πλωτό ακόμα και για ποντοπόρα πλοία.… …   Dictionary of Greek

  • Έσεν — I (Hessen). Ομοσπονδιακό κρατίδιο (21.114 τ. χλμ., 6.077.826 κάτ. το 2001) της Γερμανίας, στην κεντρική ζώνη της χώρας. Κατά τα μέσα του 13ου αι. το Έ. ήταν ήδη ανεξάρτητο και, μολονότι είχε διαμορφωθεί σε αδιαίρετο λανδγραβάτο, διαμελίστηκε… …   Dictionary of Greek

  • Ντίντσενχοφερ — (Dientzenhofer). Επώνυμο οικογένειας Βαυαρών αρχιτεκτόνων, που εργάστηκαν στη Βοημία και στη Φραγκονία από τα μέσα του 17oυ έως τα μέσα του 18ου αι. Μαζί με τους Aσάμ από το Μόναχο, οι Ν. ήταν οι κυριότεροι αρχιτέκτονες της πλούσιας και γόνιμης… …   Dictionary of Greek

  • κατάλογος — Πίνακας, καταγραφή, απαρίθμηση μιας κατηγορίας αντικειμένων, σύμφωνα με καθορισμένη σειρά, συνήθως αλφαβητική. Ο όρος κ. στην κλασική αρχαιότητα σήμαινε ακριβώς μια κατάσταση αντικειμένων ή προσώπων που είχε συνταχθεί με βάση μια συγκεκριμένη… …   Dictionary of Greek

  • σχολείο — Δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα για τη μόρφωση και την εκπαίδευση των νέων. Η ανάγκη να μεταδοθούν στις νέες γενιές οι γνώσεις και οι τεχνικές μέθοδοι που έχουν αποχτηθεί παρουσιάζεται και στους παλιότερους πολιτισμούς και σε όλους τους πρωτόγονους… …   Dictionary of Greek

  • σχολειό — Δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα για τη μόρφωση και την εκπαίδευση των νέων. Η ανάγκη να μεταδοθούν στις νέες γενιές οι γνώσεις και οι τεχνικές μέθοδοι που έχουν αποχτηθεί παρουσιάζεται και στους παλιότερους πολιτισμούς και σε όλους τους πρωτόγονους… …   Dictionary of Greek

  • ανεμοπορία — Ονομάζεται έτσι η τεχνική της πτήσης με ανεμόπτερο και η σχετική με αυτήν οργάνωση. Αν εξαιρεθεί η απουσία του κινητήρα πρόωσης, η πτήση ενός ανεμόπτερου διέπεται από τους ίδιους νόμους της αεροδυναμικής οι οποίοι ρυθμίζουν την πτήση όλων των… …   Dictionary of Greek

  • Βαλαφρίντ Στράβων — (Walafrid Strabo, Σουηβία 808 –849). Γερμανός θεολόγος και συγγραφέας. Μαθητής του Ραμπάνο Μάουρο στο μοναστήρι της Φούλντα και αργότερα παιδαγωγός του Καρόλου του Φαλακρού στην αυλή του Λουδοβίκου του Ευσεβούς. Από το 838, διετέλεσε ηγούμενος… …   Dictionary of Greek

  • Κάσελ — (Kassel). Πόλη (196.700 κάτ. το 1999) της Γερμανίας στο ομόσπονδο κρατίδιο του Έσεν. Βρίσκεται στο κεντροδυτικό τμήμα της χώρας, χτισμένη στον ποταμό Φούλντα. Έχει αξιόλογο ποτάμιο λιμάνι και είναι κέντρο πλούσιας ανθρακοφόρας περιοχής. Στην πόλη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”